θριάμβευση

θριάμβευση
[-ις (-εως)] η триумф; торжество; победа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θριάμβευση" в других словарях:

  • θριάμβευση — η (Μ θριάμβευσις) [θριαμβεύω] το να θριαμβεύει κάποιος, υπερνίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση μσν. δημοσίευση …   Dictionary of Greek

  • θριαμβεύσῃ — θριαμβεύω triumph aor subj mid 2nd sg θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»